Μεταφράσεις

Federico García Lorca
Η παρθένα, ο ναύτης και ο σπουδαστής (1928)
Μετάφραση: Ηλίας Οικονομόπουλος (2021)


ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ
Η ΠΑΡΘΕΝΑ
ΜΙΑ ΓΡΙΑ
Ο ΝΑΥΤΗΣ
Ο ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ
Η ΜΗΤΕΡΑ


Μπαλκόνι.

ΓΡΙΑ - (Στον δρόμο.) Σαλιγκάααρια. Μαγειρεύονται με δυόσμο, σαφράνι και φύλλα δάφνης.
ΠΑΡΘΕΝΑ - Σαλιγκαράκια του αγρού. Μοιάζουν, έτσι που ’ναι στριμωγμένα στο πανέρι, με αρχαία πόλη της Κίνας.
ΓΡΙΑ - Τούτη εδώ η γριά τα πουλάει. Είναι μεγάλα και σκουρωπά. Τέσσερα απ’ αυτά τα βάζουνε με φίδι. Τι σαλιγκάρια! Θέ μου, τι σαλιγκάρια!
ΠΑΡΘΕΝΑ - Άσε με να κεντήσω. Τα μαξιλάρια μου δεν έχουν τ’ αρχικά μου και τούτο πολύ με φοβίζει… Γιατί ποια κοπελίτσα στον κόσμο δεν έχει σημαδέψει τα φορέματά της;
ΓΡΙΑ - Ποιο είναι τ’ ονοματάκι σου;
ΠΑΡΘΕΝΑ - Εγώ κεντάω στα ρούχα μου όλο το αλφάβητο.
ΓΡΙΑ - Για ποιο λόγο;
ΠΑΡΘΕΝΑ - Για να με φωνάζει όποιος άντρας είναι μαζί μου κατά πως θέλει.
ΓΡΙΑ - (Λυπημένη.) Τότε είσαι ξεδιάντροπη.
ΠΑΡΘΕΝΑ - (Χαμηλώνοντας τα μάτια.) Ναι.
ΓΡΙΑ - Θα σε λέει δηλαδή Μαρία, Ρόζα, Τρινιδάδ; Σεγισμούνδα;
ΠΑΡΘΕΝΑ - Κι άλλα, κι άλλα.
ΓΡΙΑ - Εουστάκια; Ντοροτέα; Χενάρα;
ΠΑΡΘΕΝΑ - Κι άλλα, κι άλλα, κι άλλα…

ΠΑΡΘΕΝΑ σηκώνει τις παλάμες της, αδυνατισμένες απ’ την αγρύπνια στα μετάξια και τους καμβάδες. Η ΓΡΙΑ το σκάει στηριγμένη στον τοίχο, δίπλα σε μια Σιβηρία από σκούρα κουρέλια, όπου ψυχορραγεί το πανέρι γεμάτο από ξεροκόμματα.)
ΠΑΡΘΕΝΑ - Α, Β, Γ, Δ, Ε, Ζ, Η, Θ, Ι, Κ, Λ, Μ, Ν. Μέχρι εδώ καλά είναι. Πάω να κλείσω το μπαλκόνι. Θα συνεχίσω το κέντημα πίσω απ’ τα τζάμια.

(Διακοπή.)

Η ΜΗΤΕΡΑ - (Από μέσα.) Κόρη μου, κόρη μου, κλαις;
ΠΑΡΘΕΝΑ - Όχι. Είναι που αρχίζει να βρέχει.

(Μια βενζινάκατος γεμάτη με γαλάζιες σημαίες διασχίζει τον κολπίσκο αφήνοντας πίσω το τρεμουλιαστό τραγούδι της. Η βροχή φοράει στην πόλη τον σκούφο του διδάκτορα της Φιλοσοφίας. Στις ταβέρνες του λιμανιού ξεκινάει ένα μεγάλο γύρω γύρω όλοι από τους μεθυσμένους ναύτες.)

ΠΑΡΘΕΝΑ - (Τραγουδώντας.)
Άλφα, Βήτα, Γάμα.
Θε’ να μείνω με ποιο γράμμα;
Από Νι αρχίζει ο Ναύτης
Κι από Σίγμα ο Σπουδαστής,
Άλφα, Βήτα, Γάμα.

ΝΑΥΤΗΣ - (Μπαίνοντας.) Εγώ.
ΠΑΡΘΕΝΑ - Εσύ.
ΝΑΥΤΗΣ - (Λυπημένος.) Δεν αξίζει πολλά το καράβι.
ΠΑΡΘΕΝΑ - Θα του βάλω σημαίες και ζαχαρωτά.
ΝΑΥΤΗΣ - Αν θελήσει ο καπετάνιος.

(Παύση.)

ΠΑΡΘΕΝΑ - (Λυπημένη.) Δεν αξίζει πολλά το καράβι!
ΝΑΥΤΗΣ - Θα το γεμίσω με κεντημένες δαντέλες.
ΠΑΡΘΕΝΑ - Αν μ’ αφήσει η μάνα μου.
ΝΑΥΤΗΣ - Σήκω πάνω.
ΠΑΡΘΕΝΑ - Για ποιο λόγο;
ΝΑΥΤΗΣ - Για να σε δω.
ΠΑΡΘΕΝΑ - (Σηκώνεται.) Να ’μαι.
ΝΑΥΤΗΣ - Τι όμορφα μπούτια που έχεις!
ΠΑΡΘΕΝΑ - Από μικρή καβαλούσα ποδήλατο.
ΝΑΥΤΗΣ - Εγώ ένα δελφίνι.
ΠΑΡΘΕΝΑ - Κι εσύ είσαι όμορφος.
ΝΑΥΤΗΣ - Όταν είμαι γυμνός.
ΠΑΡΘΕΝΑ - Τι ξέρεις να κάνεις;
ΝΑΥΤΗΣ - Να τραβάω κουπί.

(Ο ΝΑΥΤΗΣ παίζει το ακορντεόν, σκονισμένο και κουρασμένο σαν τον 17ο αιώνα.)

ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ - (Μπαίνοντας.) Προχωράει υπερβολικά γρήγορα.
ΠΑΡΘΕΝΑ - Ποιος προχωράει γρήγορα;
ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ - Ο αιώνας.
ΠΑΡΘΕΝΑ - Είσαι αναστατωμένος.
ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ - Είναι γιατί το βάζω στα πόδια.
ΠΑΡΘΕΝΑ - Ποιος σε κυνηγά;
ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ - Ο χρόνος που ζυγώνει.
ΠΑΡΘΕΝΑ - Δεν είδες το πρόσωπό μου;
ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ - Γι’ αυτό σταμάτησα.
ΠΑΡΘΕΝΑ - Δεν είσαι μελαψός.
ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ - Είναι γιατί ζω τη νύχτα.
ΠΑΡΘΕΝΑ - Τι θέλεις;
ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ - Δώσε μου νερό.
ΠΑΡΘΕΝΑ - Δεν έχουμε στέρνα.
ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ - Εγώ όμως πεθαίνω από δίψα!
ΠΑΡΘΕΝΑ - Θα σου δώσω γάλα απ' τα στήθη μου.
ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ - (Ξαναμμένος.) Γλύκανε το στόμα μου.
ΠΑΡΘΕΝΑ - Αλλά είμαι παρθένα.
ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ - Ρίξε μου μια σκάλα και θα περάσω τη νύχτα στο πλάι σου.
ΠΑΡΘΕΝΑ - Είσαι άσπρος και θα ’σαι πολύ κρύος.
ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ - Έχω μεγάλη δύναμη στα μπράτσα μου.
ΠΑΡΘΕΝΑ - Θα σ’ άφηνα αν ήθελε η μάνα μου.
ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ - Άντε.
ΠΑΡΘΕΝΑ - Όχι.
ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ - Και γιατί όχι;
ΠΑΡΘΕΝΑ - Έτσι. Γιατί όχι…
ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ - Άντε...
ΠΑΡΘΕΝΑ - Όχι.

(Γύρω από το φεγγάρι γυρίζει μια ρόδα από σκούρα μπρίκια. Τρεις σειρήνες, τσαλαβουτώντας στα κύματα, πλανεύουν τους καραμπινιέρους της απόκρημνης ακτής. Η ΠΑΡΘΕΝΑ στο μπαλκόνι της σκέφτεται να δώσει ένα σάλτο από το γράμμα Ω και να πέσει στην άβυσσο. Ο ΕΜΙΛΙΟ ΠΡΑΔΟΣ και ο ΜΑΝΟΛΙΤΟ ΑΛΤΟΛΑΓΙΡΕ [1], με πρόσωπα κατάλευκα από τη ναυτία, σαν αλευρωμένα, την τραβούν απαλά από το στηθαίο.)

(Αυλαία.)

[1] Ο Εμίλιο Πράδος και ο Μανολίτο Αλτολαγίρε ήταν Ισπανοί ποιητές, φίλοι του Λόρκα και δημιουργοί του λογοτεχνικού περιοδικού Sur, μέσα από το έργο των οποίων αναδείχθηκε η περίφημη λογοτεχνική «Γενιά του '27», στην οποία ανήκε και ο ίδιος ο Λόρκα (σ.τ.Μ.)

-----------------------------------------------------------------

Federico García Lorca
Χίμαιρα (1928)
Μετάφραση: Ηλίας Οικονομόπουλος (2021)


ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ
ΕΝΡΙΚΕ
ΓΕΡΟΣ
ΓΥΝΑΙΚΑ
ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ
ΑΓΟΡΑΚΙ
Φωνές


Πόρτα.

ΕΝΡΙΚΕ - Αντίο.
ΕΞΙ ΦΩΝΕΣ - (Από μέσα.) Αντίο.
ΕΝΡΙΚΕ - Θα ’μαι πολύ καιρό στα βουνά.
ΦΩΝΗ - Έναν σκίουρο.
ΕΝΡΙΚΕ - Ναι, έναν σκίουρο για σένα κι ακόμη πέντε πουλιά που μέχρι τώρα δεν τα ’χε κανένα παιδάκι.
ΦΩΝΗ- Όχι, εγώ θέλω μια σαύρα.
ΦΩΝΗ - Κι εγώ έναν τυφλοπόντικα.
ΕΝΡΙΚΕ - Είσαστε πολύ ξεχωριστά παιδιά. Θα κάνω τα θελήματα όλων σας.
ΓΕΡΟΣ- Πολύ ξεχωριστά.
ΕΝΡΙΚΕ - Τι λες;
ΓΕΡΟΣ - Μπορώ να σου κουβαλήσω τις βαλίτσες;
ΕΝΡΙΚΕ - Όχι
(Ακούγονται γέλια παιδιών.)
ΓΕΡΟΣ - Είναι παιδιά σου;
ΕΝΡΙΚΕ - Και τα έξι.
ΓΕΡΟΣ - Εγώ ξέρω εδώ και πολύ καιρό τη μάνα τους, τη γυναίκα σου. Δούλευα αμαξάς στο σπίτι τους· αν και για να σου πω την αλήθεια, τώρα είμαι καλύτερα σαν ζητιάνος. Τ’ άλογα, χα, χα, χα! Κανένας δεν ξέρει τον φόβο που μου προκαλούνε τ’ άλογα. Φωτιά να πέσει να τα κάψει. Είναι πολύ δύσκολο να οδηγείς άμαξα. Ω, είναι τόσο δύσκολο! Αν δεν φοβάσαι, δεν καταλαβαίνεις, κι αν καταλαβαίνεις, δεν φοβάσαι. Καταραμένα να ’ναι τ’ άλογα!
ΕΝΡΙΚΕ - (Σηκώνοντας τις βαλίτσες.) Άσε εμένα.
ΓΕΡΟΣ - Όχι, όχι. Εγώ, για λίγες δεκαρούλες, για ό,τι έχεις, θα στις κουβαλήσω. Η γυναίκα σου θα σ’ ευγνωμονεί. Αυτή δεν φοβόταν τ’ άλογα. Είναι τυχερή αυτή.
ΕΝΡΙΚΕ - Πάμε γρήγορα. Πρέπει να πάρω το τραίνο των έξι.
ΓΕΡΟΣ - Α, το τραίνο! Άλλο πράμα αυτό. Το τραίνο δεν είναι τίποτα. Κι εκατό χρονών να έφτανα, δεν θα το φοβόμουν το τραίνο. Το τραίνο δεν είναι ζωντανό. Περνάει κι αυτό ήταν, πέρασε. Αλλά τ’ άλογα… Κοίτα.
ΓΥΝΑΙΚΑ - (Στο παράθυρο.) Ενρίκε μου. Ενρίκε. Μην ξεχάσεις να μου γράψεις. Μη με λησμονήσεις.
ΓΕΡΟΣ - Α, το κορίτσι! (Γελάει.) Θυμάσαι πώς πήδαγε τη μάντρα, πώς σκαρφάλωνε στα δέντρα μόνο και μόνο για να σε δει;
ΓΥΝΑΙΚΑ - Θα το θυμάμαι μέχρι να πεθάνω.
ΕΝΡΙΚΕ - Κι εγώ.
ΓΥΝΑΙΚΑ - Θα σε περιμένω. Αντίο.
ΕΝΡΙΚΕ - Αντίο.
ΓΕΡΟΣ - Μη στεναχωριέσαι. Γυναίκα σου είναι και σ’ αγαπάει. Κι εσύ την αγαπάς. Μη στεναχωριέσαι.
ΕΝΡΙΚΕ - Αλήθεια είναι, αλλά με βαραίνει αυτός ο χωρισμός.
ΓΕΡΟΣ - Άλλα είναι τα χειρότερα. Χειρότερο είναι να προχωράνε όλα και να κοιμάται το ποτάμι. Χειρότερο είναι να ’ρθει κυκλώνας.
ΕΝΡΙΚΕ - Δεν έχω όρεξη γι’ αστεία. Πάντα είσαι έτσι.
ΓΕΡΟΣ - Χαχαχα! Όλος ο κόσμος, και πρώτος εσύ, πιστεύετε ότι το χειρότερο σ’ έναν κυκλώνα είναι οι καταστροφές που προκαλεί, ενώ εγώ πιστεύω ακριβώς το αντίθετο. Το χειρότερο σ’ έναν κυκλώνα…
ΕΝΡΙΚΕ - (Εκνευρισμένος.) Πάμε. Από στιγμή σε στιγμή θα είναι έξι.
ΓΕΡΟΣ - Κι η θάλασσα;… Στη θάλασσα…
ΕΝΡΙΚΕ - (Οργισμένος.) Πάμε, είπα.
ΓΕΡΟΣ - Μήπως ξέχασες τίποτα;
ΕΝΡΙΚΕ - Όλα τα ’χω κανονισμένα στην εντέλεια. Κι επιπλέον, εσένα τι σε νοιάζει; Το χειρότερο στον κόσμο είναι ένας υπηρέτης γέρος, ένας ζητιάνος.
1η ΦΩΝΗ - Μπαμπά.
2η ΦΩΝΗ - Μπαμπά.
3η ΦΩΝΗ - Μπαμπά.
4η ΦΩΝΗ - Μπαμπά.
5η ΦΩΝΗ - Μπαμπά.
6η ΦΩΝΗ - Μπαμπά.
ΓΕΡΟΣ - Τα παιδιά σου.
ΕΝΡΙΚΕ - Τα παιδιά μου.
ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ - (Στην πόρτα.) Εγώ δεν θέλω τον σκίουρο. Αν μου φέρεις τον σκίουρο δεν θα σ’ αγαπάω. Μη μου φέρεις τον σκίουρο. Δεν τον θέλω.
ΦΩΝΗ - Ούτε εγώ τη σαύρα.
ΦΩΝΗ - Ούτε εγώ τον τυφλοπόντικα.
ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ - Θέλουμε να μας φέρεις μια συλλογή από ορυκτά.
ΦΩΝΗ - Όχι, όχι, εγώ θέλω τον τυφλοπόντικά μου.
ΦΩΝΗ - Όχι, ο τυφλοπόντικας είναι για μένα...
(Τσακώνονται.)
ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ - (Μπαίνοντας.) Αλλά τώρα ο τυφλοπόντικας θα ’ναι για μένα.
ΕΝΡΙΚΕ - Φτάνει! Θα μείνετε ευχαριστημένα!
ΓΕΡΟΣ - Είπες πως είναι πολύ ξεχωριστά.
ΕΝΡΙΚΕ - Ναι, πολύ ξεχωριστά. Ευτυχώς.
ΓΕΡΟΣ.- Πώς είπες;
ΕΝΡΙΚΕ.- (Δυνατά.) Ευτυχώς.
ΓΕΡΟΣ.- (Λυπημένος.) Ευτυχώς.
(Φεύγουν.)
ΓΥΝΑΙΚΑ - (Στο παράθυρο.) Αντίο.
ΦΩΝΗ - Αντίο.
ΓΥΝΑΙΚΑ - Να γυρίσεις γρήγορα.
ΦΩΝΗ - (Από μακριά.) Γρήγορα.
ΓΥΝΑΙΚΑ - Θα σκεπάζεται καλά το βράδυ. Κουβαλάει τέσσερις κουβέρτες. Όμως εγώ θα είμαι στο κρεβάτι μοναχή. Θα κρυώνω. Έχει υπέροχα μάτια· όμως αυτό που αγαπάω εγώ είναι η δύναμή του. (Γδύνεται.) Με πονάει λίγο η πλάτη. Αχ, να μπορούσε να με περιφρονήσει! Θέλω να με περιφρονεί… και να μ’ αγαπάει. Θέλω να το βάζω στα πόδια και να με προφταίνει. Θέλω να με φλογίζει… να με φλογίζει. (Δυνατά.) Αντίο, αντίο… Ενρίκε. Ενρίκε… Σ’ αγαπάω. Σε βλέπω μικρό. Πηδάς ανάμεσα σε βράχια. Μικρό. Τώρα θα μπορούσα να σε καταπιώ σαν να ’σουνα ένα κουμπί. Θα μπορούσα να σε καταπιώ, Ενρίκε…
ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ - Μαμά.
ΓΥΝΑΙΚΑ - Μη βγαίνεις. Έχει σηκωθεί κρύος αέρας. Είπα όχι! (Μπαίνει.)
(Το φως χάνεται από τη σκηνή.)
ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ - (Γρήγορα.) Μπαμπάαα! Μπαμπάαα! Να μου φέρεις τον σκίουρο. Δεν θέλω τα ορυκτά. Τα ορυκτά θα μου σπάσουν τα νύχια. Μπαμπάαα.
ΑΓΟΡΑΚΙ - (Στην πόρτα.) Δεν-σε-α-κού-ει. Δεν-σε-α-κού-ει. Δεν-σε-α-κού-ει.
ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ.- Μπαμπά, θέλω τον σκίουρο. (Ξεσπώντας σε κλάματα.) Θέ μου! Εγώ θέλω τον σκίουρο!

-----------------------------------------------------------------

Federico García Lorca
Ο περίπατος του Μπάστερ Κήτον (1928)
Μετάφραση: Ηλίας Οικονομόπουλος (2021)


ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ
ΜΠΑΣΤΕΡ ΚΗΤΟΝ
Ο ΚΟΚΚΟΡΑΣ
Ο ΜΠΟΥΦΟΣ
ΕΝΑΣ ΜΑΥΡΟΣ
ΜΙΑ ΑΜΕΡΙΚΑΝΑ
ΜΙΑ ΝΕΑΡΗ


Ο ΚΟΚΚΟΡΑΣ. - Κικιρίκου.

(Βγαίνει ο ΜΠΑΣΤΕΡ ΚΗΤΟΝ κρατώντας τα τέσσερα παιδιά του από το χέρι.)

ΜΠΑΣΤΕΡ ΚΗΤΟΝ. - (Βγάζει ένα ξύλινο στιλέτο και τα σκοτώνει.) Άμοιρα παιδάκια μου.
Ο ΚΟΚΚΟΡΑΣ. - Κικιρίκου.
ΜΠΑΣΤΕΡ ΚΗΤΟΝ. - (Μετράει τα σώματα καταγής.) Ένα, δύο, τρία, τέσσερα. (Παίρνει ένα ποδήλατο και φεύγει.)

(Ανάμεσα σε κάτι παλιά λάστιχα και μπιτόνια από βενζίνη, ένας ΜΑΥΡΟΣ τρώει το ψάθινο καπέλο του.)

ΜΠΑΣΤΕΡ ΚΗΤΟΝ. – Τι όμορφο απόγευμα!

(Ένας παπαγάλος στροβιλίζεται στον ουδέτερο ουρανό.)

ΜΠΑΣΤΕΡ ΚΗΤΟΝ. - Είναι διασκεδαστικό να κάνεις περίπατο με ποδήλατο.
Ο ΜΠΟΥΦΟΣ. - Τσίρι, τσίρι, τσίρι, τσι.
ΜΠΑΣΤΕΡ ΚΗΤΟΝ. – Τι ωραία που κελαηδούν τα πουλάκια!
Ο ΜΠΟΥΦΟΣ. - Τσιρρρρρρρρρ.
ΜΠΑΣΤΕΡ ΚΗΤΟΝ. - Είναι συγκινητικό.

(Παύση. Ο ΜΠΑΣΤΕΡ ΚΗΤΟΝ διασχίζει με ανείπωτο τρόπο τις καλαμιές και το χωραφάκι με τη σίκαλη. Το τοπίο συρρικνώνεται ανάμεσα στις ρόδες της μηχανής. Το ποδήλατο έχει μία και μόνη διάσταση. Μπορεί να εισχωρήσει στα βιβλία και να απλωθεί στον φούρνο με το ψωμί. Το ποδήλατο του ΜΠΑΣΤΕΡ ΚΗΤΟΝ δεν έχει τη σέλα από καραμέλα και τα πεντάλ από ζάχαρη, όπως θα ’θελαν οι κακοί άνθρωποι. Είναι ένα ποδήλατο σαν όλα τ’ άλλα, όμως είναι το μοναδικό που έχει εμβαπτισθεί στην αθωότητα. Ο Αδάμ και η Εύα θα έτρεχαν τρομαγμένοι αν έβλεπαν ένα ποτήρι γεμάτο νερό, αλλά, αντίθετα θα χάιδευαν το ποδήλατο του ΚΗΤΟΝ.)

ΜΠΑΣΤΕΡ ΚΗΤΟΝ. – Αχ, έρωτα, έρωτα!

ΜΠΑΣΤΕΡ ΚΗΤΟΝ πέφτει στο έδαφος. Το ποδήλατο του ξεφεύγει. Τρέχει πίσω από δυο μεγάλες γκρίζες πεταλούδες. Πηγαίνει σαν τρελό, σε μισό χιλιοστό εδάφους.)

ΜΠΑΣΤΕΡ ΚΗΤΟΝ. - (Σηκώνεται.) Δεν θέλω να πω τίποτε. Τι να πω;
ΜΙΑ ΦΩΝΗ. - Ηλίθιε.

(Συνεχίσει με τα πόδια. Τα μάτια του, απέραντα και θλιμμένα σαν ενός νεογέννητου θηρίου, ονειρεύονται κρινολούλουδα, αγγέλους και μεταξωτές ζώνες. Τα μάτια του, που είναι σαν πάτος ποτηριού. Τα μάτια του, μάτια ηλίθιου παιδιού. Που είναι πανάσχημα. Που είναι πανέμορφα. Τα μάτια του, μάτια στρουθοκαμήλου. Τα ανθρώπινα μάτια του στη σίγουρη ισορροπία της μελαγχολίας. Από μακριά φαίνεται η Φιλαδέλφεια. Οι κάτοικοι αυτής της πόλης ξέρουν ήδη ότι το παλιό ποίημα για τη μηχανή Singer μπορεί να κυκλοφορεί ανάμεσα στα μεγάλα τριαντάφυλλα των θερμοκηπίων, αν και ποτέ δεν θα μπορέσουν να καταλάβουν τη λεπτότατη ποιητική διαφορά που υπάρχει ανάμεσα σε ένα φλυτζάνι ζεστό τσάι κι ένα φλυτζάνι κρύο τσάι. Στο βάθος λάμπει η Φιλαδέλφεια.)

ΜΠΑΣΤΕΡ ΚΗΤΟΝ. - Αυτό είναι κήπος.

(Μια ΑΜΕΡΙΚΑΝΑ με μάτια από σελιλόιντ πλησιάζει από το γρασίδι.)

ΑΜΕΡΙΚΑΝΑ. - Καλησπέρα.

ΜΠΑΣΤΕΡ ΚΗΤΟΝ χαμογελάει και κοιτάζει σε γκρο-πλαν τα παπούτσια της κυρίας. Μα τι παπούτσια! Δεν πρέπει να τα δεχτούμε αυτά τα παπούτσια. Χρειάζονται τα δέρματα τριών κροκοδείλων για να τα φτιάξεις.)

ΜΠΑΣΤΕΡ ΚΗΤΟΝ. - Θα ήθελα...
ΑΜΕΡΙΚΑΝΑ. – Έχετε ένα σπαθί στολισμένο με φύλλα μυρτιάς;

ΜΠΑΣΤΕΡ ΚΗΤΟΝ ζαρώνει τους ώμους και σηκώνει το δεξί του πόδι.)

ΑΜΕΡΙΚΑΝΑ. – Έχετε ένα δαχτυλίδι με δηλητηριασμένη πέτρα;

ΜΠΑΣΤΕΡ ΚΗΤΟΝ κλείνει αργά τα μάτια και σηκώνει το αριστερό του πόδι.)

ΑΜΕΡΙΚΑΝΑ. – Ε, τότε;

(Τέσσερα σεραφείμ με φτερούγες από ουράνιο τούλι χορεύουν ανάμεσα στα λουλούδια. Οι δεσποινίδες της πόλης παίζουν πιάνο σαν να καβαλούσαν ποδήλατο. Το βαλς, το φεγγάρι και οι βάρκες συγκλονίζουν την πολύτιμη καρδιά του φίλου μας. Προς μεγάλη έκπληξη όλων, το φθινόπωρο έχει εισβάλλει στον κήπο όπως το νερό στον γεωμετρικό κύβο ζάχαρης.)

ΜΠΑΣΤΕΡ ΚΗΤΟΝ. - (Αναστενάζει.) Θα ’θελα να ’μουν κύκνος. Μα όσο και να το θέλω, δεν μπορώ. Γιατί πού θ’ άφηνα το καπέλο μου; Πού θ’ άφηνα το παπιγιόν μου και τη μουαρέ γραβάτα μου; Τι κακοτυχία!

(Μια ΝΕΑΡΗ, με μέση σφήκας και ψηλό κότσο, φτάνει πάνω σ’ ένα ποδήλατο. Έχει κεφάλι αηδονιού.)

ΝΕΑΡΗ. – Ποιον έχω την τιμή να χαιρετώ;
ΜΠΑΣΤΕΡ ΚΗΤΟΝ. - (Κάνοντας μια υπόκλιση.) Τον Μπάστερ Κήτον.

ΝΕΑΡΗ λιποθυμάει και πέφτει από το ποδήλατο. Τα ριγωτά της πόδια τρέμουν πάνω στο γρασίδι σαν δυο ζέβρες που ψυχορραγούν. Ένα γραμμόφωνο έλεγε σε χίλιες εκπομπές ταυτόχρονα: «Στην Αμερική δεν υπάρχουν αηδόνια».)

ΜΠΑΣΤΕΡ ΚΗΤΟΝ. - (Γονατίζοντας.) Δεσποινίς Ελεονόρα, συγγνώμη, δεν ήμουν εγώ! Δεσποινίς! (Χαμηλόφωνα.) Δεσποινίς! (Πιο χαμηλόφωνα.) Δεσποινίς! (Την φιλάει.)

(Στον ορίζοντα της Φιλαδέλφειας λάμπει το αστραφτερό αστέρι των αστυνομικών.)

(Αυλαία)